προβαλλός

προβαλλός
και, κατά τον Φώτ., πρόβαλλος και, κατά τον Ησύχ., προβάλους, ὁ, Α
καθετί που τοποθετείται μπροστά από κάποιον προκειμένου να τόν προστατεύσει και, κυρίως, η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προβαλλός — shield masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”